- ἀσιλλοφόρος
- ἀσιλλο-φόρος, ον,A carrying a yoke, PLond.1.44.33 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασιλλοφόρος — ο αυτός που μεταφέρει κάτι έχοντας άσιλλα* στους ώμους του … Dictionary of Greek